κλαψοπούλι

κλαψοπούλι
το
η κουκουβάγια ή, κατ' άλλους, ο γκιόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαψο- (< κλαίω, πρβλ. μέλλ. θα κλάψ-ω) + -πούλι (< πουλί), πρβλ. θαλασσο-πούλι, νυχτο-πούλι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ελεός — ο (ΑΜ ἐλεός) πτηνό τής οικογένειας τών γλαυκιδών, γλαυξ η βραχύωτος, κλαψοπούλι αρχ. τραπέζι όπου ο μάγειρας κόβει το κρέας …   Dictionary of Greek

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”